Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρᾱτος
δυσέκφευκτος
Δυσελένᾱ
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεπιβούλευτος
View word page
δυσ-έμβολος
δυσέμβολοςονadjἐμβολή of a countryhard to invadeX. Arist. Plb. Plu.of terrain, mountainshard to penetratePlb.

ShortDef

hard to enter, inaccessible

Debugging

Headword:
δυσέμβολος
Headword (normalized):
δυσέμβολος
Headword (normalized/stripped):
δυσεμβολος
IDX:
10134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10135
Key:
δυσέμβολος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-έμβολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>έμβολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐμβολή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a country</Indic><Tr>hard to invade</Tr><Au>X. Arist. Plb. Plu.</Au><aS2><Indic>of terrain, mountains</Indic><Tr>hard to penetrate</Tr><Au>Plb.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δυσέμβολος'}