Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
δυσέκθυτος
δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρᾱτος
δυσέκφευκτος
Δυσελένᾱ
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
View word page
δυσελπιστίᾱ
δυσελπιστίᾱᾱςf lack of hopedespair, despondencyPlb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσελπιστίᾱ
Headword (normalized):
δυσελπιστίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δυσελπιστια
IDX:
10131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10132
Key:
δυσελπιστίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δυσελπιστίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσελπιστίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>lack of hope</Def><Tr>despair, despondency</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσελπιστίᾱ'}