Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
δυσέκθυτος
δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρᾱτος
δυσέκφευκτος
Δυσελένᾱ
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
δυσέντευκτος
δυσεξάλειπτος
δυσεξαπάτητος
δυσεξαρίθμητος
View word page
δύσ-ελπις
δύσελπιςιgen.ιδοςadjἐλπίς of personslacking hope, despondentA. X. Arist. Plu.

ShortDef

hardly hoping, desponding

Debugging

Headword:
δύσελπις
Headword (normalized):
δύσελπις
Headword (normalized/stripped):
δυσελπις
IDX:
10129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10130
Key:
δύσελπις

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-ελπις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>ελπις</HL><Infl>ι</Infl><DInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ιδος</FmInfl></DInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐλπίς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>lacking hope, despondent</Tr><Au>A. X. Arist. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσελπις'}