Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
δυσέκθυτος
δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρᾱτος
δυσέκφευκτος
Δυσελένᾱ
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερίᾱ
View word page
δυσ-έκνιπτος
δυσέκνιπτοςονadjἐκνίζω fig., of beliefsdifficult to wash outindeliblePl.

ShortDef

hard to wash out

Debugging

Headword:
δυσέκνιπτος
Headword (normalized):
δυσέκνιπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκνιπτος
IDX:
10125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10126
Key:
δυσέκνιπτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-έκνιπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>έκνιπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐκνίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of beliefs</Indic><Def>difficult to wash out</Def><Tr>indelible</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσέκνιπτος'}