Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
δυσέκθυτος
δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρᾱτος
δυσέκφευκτος
Δυσελένᾱ
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
View word page
δυσ-εκλύτως
δυσεκλύτωςadvἔκλυτος beyond undoingref. to fastening sthg.A.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσεκλύτως
Headword (normalized):
δυσεκλύτως
Headword (normalized/stripped):
δυσεκλυτως
IDX:
10124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10125
Key:
δυσεκλύτως

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-εκλύτως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>δυσ<hyph/>εκλύτως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>ἔκλυτος</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>beyond undoing</Tr><ModVb>ref. to fastening sthg.<Au>A.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'δυσεκλύτως'}