Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
δυσέκθυτος
δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρᾱτος
δυσέκφευκτος
Δυσελένᾱ
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
View word page
δυσ-έκθυτος
δυσέκθυτοςονadjἐκθῡ́ω of omensdifficult to counter by sacrificesinexpiablePlu.

ShortDef

hard to avert by sacrifice

Debugging

Headword:
δυσέκθυτος
Headword (normalized):
δυσέκθυτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκθυτος
IDX:
10123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10124
Key:
δυσέκθυτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-έκθυτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>έκθυτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐκθῡ́ω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of omens</Indic><Def>difficult to counter by sacrifices</Def><Tr>inexpiable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσέκθυτος'}