Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
δυσέκθυτος
δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρᾱτος
δυσέκφευκτος
Δυσελένᾱ
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστίᾱ
δυσέλπιστος
View word page
δυσ-εκβίαστος
δυσεκβίαστοςονadjἐκβιάζομαι of a soldier's bodily strengthhard to shift by forceunshakeablein hand-to-hand combatPlu.

ShortDef

hard to overpower

Debugging

Headword:
δυσεκβίαστος
Headword (normalized):
δυσεκβίαστος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκβιαστος
IDX:
10122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10123
Key:
δυσεκβίαστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-εκβίαστος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>εκβίαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐκβιάζομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a soldier's bodily strength</Indic><Def>hard to shift by force</Def><Tr>unshakeable<Expl>in hand-to-hand combat</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δυσεκβίαστος'}