Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
δυσέκθυτος
δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρᾱτος
δυσέκφευκτος
Δυσελένᾱ
δύσελπις
δυσελπιστέω
View word page
δυσ-είματος
δυσείματοςονadjεἷμα of a personpoorly clothedE.

ShortDef

meanly clad

Debugging

Headword:
δυσείματος
Headword (normalized):
δυσείματος
Headword (normalized/stripped):
δυσειματος
IDX:
10120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10121
Key:
δυσείματος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-είματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>είματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἷμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>poorly clothed</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσείματος'}