Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
δυσέκθυτος
δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρᾱτος
δυσέκφευκτος
Δυσελένᾱ
δύσελπις
View word page
δυσ-ειδής
δυσειδήςέςadjεἶδος1 of a person or bodyunsightly, unattractiveHdt. S.fr.of disproportionPl.

ShortDef

unshapely, ugly

Debugging

Headword:
δυσειδής
Headword (normalized):
δυσειδής
Headword (normalized/stripped):
δυσειδης
IDX:
10119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10120
Key:
δυσειδής

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person or body</Indic><Tr>unsightly, unattractive</Tr><Au>Hdt. S.<Wk>fr.</Wk></Au><aS2><Indic>of disproportion</Indic><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δυσειδής'}