Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσδαίμων
δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
δυσέκθυτος
δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρᾱτος
δυσέκφευκτος
Δυσελένᾱ
View word page
δύσ-εδρος
δύσεδροςονadjἕδρᾱ of an Erinyssettling harmfullyin a placeA.

ShortDef

bringing evil by one's abode

Debugging

Headword:
δύσεδρος
Headword (normalized):
δύσεδρος
Headword (normalized/stripped):
δυσεδρος
IDX:
10118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10119
Key:
δύσεδρος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-εδρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>εδρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἕδρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an Erinys</Indic><Tr>settling harmfully<Expl>in a place</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσεδρος'}