Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσδαιμονίᾱ
δυσδαίμων
δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
δυσέκθυτος
δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρᾱτος
δυσέκφευκτος
View word page
δυσ-δίοδος
δυσδίοδοςονadj of a routeoffering a difficult way througha countryPlb.

ShortDef

hard to pass through

Debugging

Headword:
δυσδίοδος
Headword (normalized):
δυσδίοδος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιοδος
IDX:
10117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10118
Key:
δυσδίοδος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-δίοδος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>δίοδος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a route</Indic><Tr>offering a difficult way through<Expl>a country</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσδίοδος'}