Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσγοήτευτος
δυσδαιμονίᾱ
δυσδαίμων
δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
δυσέκθυτος
δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρᾱτος
View word page
δυσ-διερεύνητος
δυσδιερεύνητοςονadjδιερευνάω of a placehard to search throughPl.

ShortDef

hard to search through

Debugging

Headword:
δυσδιερεύνητος
Headword (normalized):
δυσδιερεύνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιερευνητος
IDX:
10116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10117
Key:
δυσδιερεύνητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-διερεύνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>διερεύνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διερευνάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a place</Indic><Tr>hard to search through</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσδιερεύνητος'}