Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονίᾱ
δυσδαίμων
δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
δυσέκθυτος
δυσεκλύτως
δυσέκνιπτος
View word page
δυσ-διάσπαστος
δυσδιάσπαστοςονadjδιασπάω of a formation of troopshard to break upPlb.

ShortDef

hard to break

Debugging

Headword:
δυσδιάσπαστος
Headword (normalized):
δυσδιάσπαστος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιασπαστος
IDX:
10115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10116
Key:
δυσδιάσπαστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-διάσπαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>διάσπαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διασπάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a formation of troops</Indic><Tr>hard to break up</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσδιάσπαστος'}