Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσγενής
δύσγνοια
δυσγνωσίᾱ
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονίᾱ
δυσδαίμων
δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
δυσεκβίαστος
View word page
δυσ-διάθετος
δυσδιάθετοςονadjδιατίθημι of creditors' demandshard to settlePlu.

ShortDef

hard to settle

Debugging

Headword:
δυσδιάθετος
Headword (normalized):
δυσδιάθετος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιαθετος
IDX:
10112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10113
Key:
δυσδιάθετος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-διάθετος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>διάθετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διατίθημι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of creditors' demands</Indic><Tr>hard to settle</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δυσδιάθετος'}