Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσγένεια
δυσγενής
δύσγνοια
δυσγνωσίᾱ
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονίᾱ
δυσδαίμων
δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσοδος
View word page
δυσ-διάβατος
δυσδιάβατοςονadjδιαβατός of terrainhard to crossPlb.

ShortDef

hard to get through

Debugging

Headword:
δυσδιάβατος
Headword (normalized):
δυσδιάβατος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιαβατος
IDX:
10111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10112
Key:
δυσδιάβατος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-διάβατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>διάβατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διαβατός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of terrain</Indic><Tr>hard to cross</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσδιάβατος'}