Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δύσγνοια
δυσγνωσίᾱ
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονίᾱ
δυσδαίμων
δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
View word page
δύσ-δαμαρ
δύσδαμαραρτοςmasc.adjδάμαρ of a manwith an evil wifeA.

ShortDef

ill-wived, ill-wedded

Debugging

Headword:
δύσδαμαρ
Headword (normalized):
δύσδαμαρ
Headword (normalized/stripped):
δυσδαμαρ
IDX:
10110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10111
Key:
δύσδαμαρ

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-δαμαρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>δαμαρ</HL><Infl>αρτος</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>δάμαρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>with an evil wife</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσδαμαρ'}