Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δύσγνοια
δυσγνωσίᾱ
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονίᾱ
δυσδαίμων
δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
View word page
δυσ-δάκρῡτος
δυσδάκρῡτοςονadjδακρῡτός of ashesbitterly wept overA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσδάκρῡτος
Headword (normalized):
δυσδάκρῡτος
Headword (normalized/stripped):
δυσδακρυτος
IDX:
10109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10110
Key:
δυσδάκρῡτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-δάκρῡτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>δάκρῡτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δακρῡτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ashes</Indic><Tr>bitterly wept over</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσδάκρῡτος'}