Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσβάυκτος
δυσβουλίᾱ
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δύσγνοια
δυσγνωσίᾱ
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονίᾱ
δυσδαίμων
δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
View word page
δυσδαιμονίᾱ
δυσδαιμονίᾱᾱςfδυσδαίμων misfortuneE. And.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσδαιμονίᾱ
Headword (normalized):
δυσδαιμονίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δυσδαιμονια
IDX:
10107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10108
Key:
δυσδαιμονίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δυσδαιμονίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσδαιμονίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δυσδαίμων</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>misfortune</Tr><Au>E. And.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσδαιμονίᾱ'}