Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσβατος
δυσβάυκτος
δυσβουλίᾱ
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δύσγνοια
δυσγνωσίᾱ
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονίᾱ
δυσδαίμων
δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
δυσδιερεύνητος
View word page
δυσ-γοήτευτος
δυσγοήτευτοςονadjγοητεύω of a personhard to bamboozlePl.

ShortDef

hard to seduce by enchantments

Debugging

Headword:
δυσγοήτευτος
Headword (normalized):
δυσγοήτευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσγοητευτος
IDX:
10106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10107
Key:
δυσγοήτευτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-γοήτευτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>γοήτευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γοητεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>hard to bamboozle</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσγοήτευτος'}