Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσβάστακτος
δύσβατος
δυσβάυκτος
δυσβουλίᾱ
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δύσγνοια
δυσγνωσίᾱ
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονίᾱ
δυσδαίμων
δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιάσπαστος
View word page
δύσ-γνωστος
δύσγνωστοςονadjγνωτός of a person in disguisehard to recognisePlb.

ShortDef

hard to understand

Debugging

Headword:
δύσγνωστος
Headword (normalized):
δύσγνωστος
Headword (normalized/stripped):
δυσγνωστος
IDX:
10105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10106
Key:
δύσγνωστος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-γνωστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>γνωστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γνωτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person in disguise</Indic><Tr>hard to recognise</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσγνωστος'}