Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσᾱχής
δυσβάστακτος
δύσβατος
δυσβάυκτος
δυσβουλίᾱ
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δύσγνοια
δυσγνωσίᾱ
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονίᾱ
δυσδαίμων
δυσδάκρῡτος
δύσδαμαρ
δυσδιάβατος
View word page
δυσγένεια
δυσγένειαᾱςfδυσγενής poor parentage, low birthS. E. Isoc. Pl. Plu.

ShortDef

low birth

Debugging

Headword:
δυσγένεια
Headword (normalized):
δυσγένεια
Headword (normalized/stripped):
δυσγενεια
IDX:
10101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10102
Key:
δυσγένεια

Data

{'headword_display': '<b>δυσγένεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσγένεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δυσγενής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>poor parentage, low birth</Tr><Au>S. E. Isoc. Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσγένεια'}