Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσαρμοστίᾱ
δυσάρμοστος
δυσαυλίᾱ
δύσαυλος
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσᾱχής
δυσβάστακτος
δύσβατος
δυσβάυκτος
δυσβουλίᾱ
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δύσγνοια
δυσγνωσίᾱ
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονίᾱ
View word page
δυσ-βάυκτος
δυσ-βάυκτοςονadjβαΰζω of a mourner's voicehowling terriblyA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσβάυκτος
Headword (normalized):
δυσβάυκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσβαυκτος
IDX:
10097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10098
Key:
δυσβάυκτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-βάυκτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δυσ-βάυκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βαΰζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a mourner's voice</Indic><Tr>howling terribly</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δυσβάυκτος'}