Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσαρέστησις
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστίᾱ
δυσάρμοστος
δυσαυλίᾱ
δύσαυλος
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσᾱχής
δυσβάστακτος
δύσβατος
δυσβάυκτος
δυσβουλίᾱ
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δύσγνοια
View word page
δυσ-αχής
δυσαχήςέςadjἄχος of sufferingdeeply painfulA.

ShortDef

most painful

Debugging

Headword:
δυσαχής
Headword (normalized):
δυσαχής
Headword (normalized/stripped):
δυσαχης
IDX:
10093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10094
Key:
δυσαχής

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-αχής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>αχής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄχος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of suffering</Indic><Tr>deeply painful</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσαχής'}