Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσαπότρεπτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστησις
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστίᾱ
δυσάρμοστος
δυσαυλίᾱ
δύσαυλος
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσᾱχής
δυσβάστακτος
δύσβατος
δυσβάυκτος
δυσβουλίᾱ
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
View word page
δυσ-αυχής
δυσαυχήςέςadjαὐχέω insolently boastfulAR.

ShortDef

idly boasting, vain-glorious

Debugging

Headword:
δυσαυχής
Headword (normalized):
δυσαυχής
Headword (normalized/stripped):
δυσαυχης
IDX:
10091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10092
Key:
δυσαυχής

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-αυχής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>αυχής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αὐχέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>insolently boastful</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσαυχής'}