Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσαπάλλακτος
δυσαπόδεικτος
δυσαπολόγητος
δυσαπότρεπτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστησις
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστίᾱ
δυσάρμοστος
δυσαυλίᾱ
δύσαυλος
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσᾱχής
δυσβάστακτος
δύσβατος
δυσβάυκτος
δυσβουλίᾱ
View word page
δυσ-άρμοστος
δυσάρμοστοςονadjἁρμοστός of personsincompatible, irreconcilablew. πρός + acc.w. one anotherPlu.

ShortDef

ill-united

Debugging

Headword:
δυσάρμοστος
Headword (normalized):
δυσάρμοστος
Headword (normalized/stripped):
δυσαρμοστος
IDX:
10088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10089
Key:
δυσάρμοστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-άρμοστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>άρμοστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἁρμοστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>incompatible, irreconcilable<Expl><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>w. one another</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσάρμοστος'}