Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσαντίβλεπτος
δυσαντιρρήτως
δυσαντοφθάλμητος
δυσᾱ́νωρ
δυσαπαλλακτίᾱ
δυσαπάλλακτος
δυσαπόδεικτος
δυσαπολόγητος
δυσαπότρεπτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστησις
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστίᾱ
δυσάρμοστος
δυσαυλίᾱ
δύσαυλος
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαχής
View word page
δυσαρέστησις
δυσαρέστησιςεωςf displeasurests. w.dat.ἐπί + dat.at sthg.Plb.

ShortDef

distress

Debugging

Headword:
δυσαρέστησις
Headword (normalized):
δυσαρέστησις
Headword (normalized/stripped):
δυσαρεστησις
IDX:
10083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10084
Key:
δυσαρέστησις

Data

{'headword_display': '<b>δυσαρέστησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσαρέστησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>displeasure<Expl>sts. <GLbl>w.dat.<or/><Ref>ἐπί</Ref> + dat.</GLbl>at sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσαρέστησις'}