Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσανάτρεπτος
δυσᾱ́νεμος
δυσάνσχετος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντιρρήτως
δυσαντοφθάλμητος
δυσᾱ́νωρ
δυσαπαλλακτίᾱ
δυσαπάλλακτος
δυσαπόδεικτος
δυσαπολόγητος
δυσαπότρεπτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστησις
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστίᾱ
δυσάρμοστος
δυσαυλίᾱ
δύσαυλος
View word page
δυσ-απολόγητος
δυσαπολόγητοςονadjἀπολογέομαι of an injusticehard to defendPlb.

ShortDef

hard to defend

Debugging

Headword:
δυσαπολόγητος
Headword (normalized):
δυσαπολόγητος
Headword (normalized/stripped):
δυσαπολογητος
IDX:
10080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10081
Key:
δυσαπολόγητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-απολόγητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>απολόγητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀπολογέομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an injustice</Indic><Tr>hard to defend</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσαπολόγητος'}