Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσανασχετέω
δυσανάτρεπτος
δυσᾱ́νεμος
δυσάνσχετος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντιρρήτως
δυσαντοφθάλμητος
δυσᾱ́νωρ
δυσαπαλλακτίᾱ
δυσαπάλλακτος
δυσαπόδεικτος
δυσαπολόγητος
δυσαπότρεπτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστησις
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστίᾱ
δυσάρμοστος
δυσαυλίᾱ
View word page
δυσ-απόδεικτος
δυσαπόδεικτοςονadjἀποδεικτός of an argumenthard to provePl.

ShortDef

hard to demonstrate

Debugging

Headword:
δυσαπόδεικτος
Headword (normalized):
δυσαπόδεικτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαποδεικτος
IDX:
10079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10080
Key:
δυσαπόδεικτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-απόδεικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>απόδεικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀποδεικτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an argument</Indic><Tr>hard to prove</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσαπόδεικτος'}