Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδαξάομαι
ἀδάπανος
ἄδαστος
ᾱ̔́δε
ᾱ̔δέα
ἀδεής
ἄδεια
ἀδείμαντος
ἄρσῃ
ἄρσην
ᾱ̓ρσίπους
ἄρσις
ἄρσον
ἀρτάβη
ἀρταμέω
Ἄρταμις
ἄρταμος
ἀρτάνη
ἀρτάω
ἀρτεμής
Ἄρτεμις
View word page
ᾱ̓ρσίπους
ᾱ̓ρσίπουςmasc.fem.adjseeἀερσίπους

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓ρσίπους
Headword (normalized):
ᾱ̓ρσίπους
Headword (normalized/stripped):
αρσιπους
IDX:
1007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1008
Key:
ᾱ̓ρσίπους

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓ρσίπους</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ᾱ̓ρσίπους</HL><PS>masc.fem.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀερσίπους</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ᾱ̓ρσίπους'}