Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσανακόμιστος
δυσανάπειστος
δυσανασχετέω
δυσανάτρεπτος
δυσᾱ́νεμος
δυσάνσχετος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντιρρήτως
δυσαντοφθάλμητος
δυσᾱ́νωρ
δυσαπαλλακτίᾱ
δυσαπάλλακτος
δυσαπόδεικτος
δυσαπολόγητος
δυσαπότρεπτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστησις
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστίᾱ
View word page
δυσαπαλλακτίᾱ
δυσαπαλλακτίᾱᾱςfδυσαπάλλακτος quality of being difficult to get rid ofinescapabilityof a feelingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσαπαλλακτίᾱ
Headword (normalized):
δυσαπαλλακτίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δυσαπαλλακτια
IDX:
10077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10078
Key:
δυσαπαλλακτίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δυσαπαλλακτίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσαπαλλακτίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δυσαπάλλακτος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>quality of being difficult to get rid of</Def><Tr>inescapability<Expl>of a feeling</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσαπαλλακτίᾱ'}