Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπειστος
δυσανασχετέω
δυσανάτρεπτος
δυσᾱ́νεμος
δυσάνσχετος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντιρρήτως
δυσαντοφθάλμητος
δυσᾱ́νωρ
δυσαπαλλακτίᾱ
δυσαπάλλακτος
δυσαπόδεικτος
δυσαπολόγητος
δυσαπότρεπτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστησις
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
View word page
δυσ-ᾱ́νωρ
δυσᾱ́νωροροςdial.masc.fem.adjἀνήρ of a marriageto a hateful husbandA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσᾱ́νωρ
Headword (normalized):
δυσᾱ́νωρ
Headword (normalized/stripped):
δυσανωρ
IDX:
10076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10077
Key:
δυσᾱ́νωρ

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-ᾱ́νωρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>ᾱ́νωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>dial.masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>ἀνήρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a marriage</Indic><Tr>to a hateful husband</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσᾱ́νωρ'}