Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπειστος
δυσανασχετέω
δυσανάτρεπτος
δυσᾱ́νεμος
δυσάνσχετος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντιρρήτως
δυσαντοφθάλμητος
δυσᾱ́νωρ
δυσαπαλλακτίᾱ
δυσαπάλλακτος
δυσαπόδεικτος
δυσαπολόγητος
δυσαπότρεπτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστησις
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
View word page
δυσ-αντοφθάλμητος
δυσαντοφθάλμητοςονadjἀντοφθαλμέω hard to look at straight in the eyefig., of the temptation of a large pay-offhard to resistPlb.

ShortDef

hard to resist

Debugging

Headword:
δυσαντοφθάλμητος
Headword (normalized):
δυσαντοφθάλμητος
Headword (normalized/stripped):
δυσαντοφθαλμητος
IDX:
10075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10076
Key:
δυσαντοφθάλμητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-αντοφθάλμητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>αντοφθάλμητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀντοφθαλμέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>hard to look at straight in the eye</Def><aS2><Indic>fig., of the temptation of a large pay-off</Indic><Tr>hard to resist</Tr><Au>Plb.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δυσαντοφθάλμητος'}