Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσᾱμερίᾱ
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπειστος
δυσανασχετέω
δυσανάτρεπτος
δυσᾱ́νεμος
δυσάνσχετος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντιρρήτως
δυσαντοφθάλμητος
δυσᾱ́νωρ
δυσαπαλλακτίᾱ
δυσαπάλλακτος
δυσαπόδεικτος
δυσαπολόγητος
δυσαπότρεπτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστησις
δυσάρεστος
View word page
δυσ-αντιρρήτως
δυσαντιρρήτωςadvἀντείρω in a way that is difficult to speak againstirrefutablyref. to arguingPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσαντιρρήτως
Headword (normalized):
δυσαντιρρήτως
Headword (normalized/stripped):
δυσαντιρρητως
IDX:
10074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10075
Key:
δυσαντιρρήτως

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-αντιρρήτως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>δυσ<hyph/>αντιρρήτως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>ἀντείρω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Def>in a way that is difficult to speak against</Def><Tr>irrefutably</Tr><ModVb>ref. to arguing<Au>Plb.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'δυσαντιρρήτως'}