Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσᾱ́λιος
δυσάλωτος
δυσάμβατος
δυσᾱμερίᾱ
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπειστος
δυσανασχετέω
δυσανάτρεπτος
δυσᾱ́νεμος
δυσάνσχετος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντιρρήτως
δυσαντοφθάλμητος
δυσᾱ́νωρ
δυσαπαλλακτίᾱ
δυσαπάλλακτος
δυσαπόδεικτος
δυσαπολόγητος
δυσαπότρεπτος
View word page
δυσᾱ́νεμος
δυσᾱ́νεμοςdial.adjseeδυσήνεμος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσᾱ́νεμος
Headword (normalized):
δυσᾱ́νεμος
Headword (normalized/stripped):
δυσανεμος
IDX:
10071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10072
Key:
δυσᾱ́νεμος

Data

{'headword_display': '<b>δυσᾱ́νεμος</b>', 'content': '<XE><RefVL><FmHL>δυσᾱ́νεμος</FmHL><PS>dial.adj</PS></RefVL><XR>see<Ref>δυσήνεμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δυσᾱ́νεμος'}