Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσάλγητος
δυσᾱ́λιος
δυσάλωτος
δυσάμβατος
δυσᾱμερίᾱ
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπειστος
δυσανασχετέω
δυσανάτρεπτος
δυσᾱ́νεμος
δυσάνσχετος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντιρρήτως
δυσαντοφθάλμητος
δυσᾱ́νωρ
δυσαπαλλακτίᾱ
δυσαπάλλακτος
δυσαπόδεικτος
δυσαπολόγητος
View word page
δυσ-ανάτρεπτος
δυσανάτρεπτοςονadjἀνατρέπω of a politician's powerhard to subvertunassailablePlu.

ShortDef

hard to overthrow

Debugging

Headword:
δυσανάτρεπτος
Headword (normalized):
δυσανάτρεπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσανατρεπτος
IDX:
10070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10071
Key:
δυσανάτρεπτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-ανάτρεπτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>ανάτρεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀνατρέπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a politician's power</Indic><Tr>hard to subvert<or/>unassailable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δυσανάτρεπτος'}