Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσᾱ́λιος
δυσάλωτος
δυσάμβατος
δυσᾱμερίᾱ
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπειστος
δυσανασχετέω
δυσανάτρεπτος
δυσᾱ́νεμος
δυσάνσχετος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντιρρήτως
δυσαντοφθάλμητος
δυσᾱ́νωρ
δυσαπαλλακτίᾱ
δυσαπάλλακτος
View word page
δυσ-ανάπειστος
δυσανάπειστοςονadjἀναπείθω of a personhard to convincePl.

ShortDef

hard to convince

Debugging

Headword:
δυσανάπειστος
Headword (normalized):
δυσανάπειστος
Headword (normalized/stripped):
δυσαναπειστος
IDX:
10068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10069
Key:
δυσανάπειστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-ανάπειστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>ανάπειστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀναπείθω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>hard to convince</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσανάπειστος'}