Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσᾱ́θλιος
δυσαιᾱνής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσᾱ́λιος
δυσάλωτος
δυσάμβατος
δυσᾱμερίᾱ
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπειστος
δυσανασχετέω
δυσανάτρεπτος
δυσᾱ́νεμος
δυσάνσχετος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντιρρήτως
δυσαντοφθάλμητος
View word page
δυσ-άμμορος
δυσάμμοροςονadj of personsill-fated, deeply wretched Il. AR. Mosch.

ShortDef

most miserable

Debugging

Headword:
δυσάμμορος
Headword (normalized):
δυσάμμορος
Headword (normalized/stripped):
δυσαμμορος
IDX:
10065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10066
Key:
δυσάμμορος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-άμμορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>άμμορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>ill-fated, deeply wretched </Tr><Au>Il. AR. Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσάμμορος'}