Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσάδελφος
δυσᾱής
δυσᾱ́θλιος
δυσαιᾱνής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσᾱ́λιος
δυσάλωτος
δυσάμβατος
δυσᾱμερίᾱ
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπειστος
δυσανασχετέω
δυσανάτρεπτος
δυσᾱ́νεμος
δυσάνσχετος
δυσαντίβλεπτος
View word page
δυσ-άμβατος
δυσάμβατοςονdial.adjἀμβατός of cragshard to climbSimon.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσάμβατος
Headword (normalized):
δυσάμβατος
Headword (normalized/stripped):
δυσαμβατος
IDX:
10063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10064
Key:
δυσάμβατος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-άμβατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>άμβατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>ἀμβατός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of crags</Indic><Tr>hard to climb</Tr><Au>Simon.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσάμβατος'}