Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσαγρέω
δυσάγων
δυσάδελφος
δυσᾱής
δυσᾱ́θλιος
δυσαιᾱνής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσᾱ́λιος
δυσάλωτος
δυσάμβατος
δυσᾱμερίᾱ
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπειστος
δυσανασχετέω
δυσανάτρεπτος
δυσᾱ́νεμος
View word page
δυσᾱ́λιος
δυσᾱ́λιοςdial.adjseeδυσήλιος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσᾱ́λιος
Headword (normalized):
δυσᾱ́λιος
Headword (normalized/stripped):
δυσαλιος
IDX:
10061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10062
Key:
δυσᾱ́λιος

Data

{'headword_display': '<b>δυσᾱ́λιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δυσᾱ́λιος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>δυσήλιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δυσᾱ́λιος'}