Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσάγων
δυσάδελφος
δυσᾱής
δυσᾱ́θλιος
δυσαιᾱνής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσᾱ́λιος
δυσάλωτος
δυσάμβατος
δυσᾱμερίᾱ
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπειστος
δυσανασχετέω
δυσανάτρεπτος
View word page
δυσ-άλγητος
δυσάλγητοςονadjἀλγέω of a personunfeelingS.

ShortDef

hard-hearted

Debugging

Headword:
δυσάλγητος
Headword (normalized):
δυσάλγητος
Headword (normalized/stripped):
δυσαλγητος
IDX:
10060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10061
Key:
δυσάλγητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-άλγητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>άλγητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀλγέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>unfeeling</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσάλγητος'}