Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσ
δυσαγκόμιστος
δυσάγκριτος
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσάγων
δυσάδελφος
δυσᾱής
δυσᾱ́θλιος
δυσαιᾱνής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσᾱ́λιος
δυσάλωτος
δυσάμβατος
δυσᾱμερίᾱ
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
View word page
δυσ-αίθριος
δυσαίθριοςονadj of darknessunclear, murkyE.

ShortDef

not clear, murky

Debugging

Headword:
δυσαίθριος
Headword (normalized):
δυσαίθριος
Headword (normalized/stripped):
δυσαιθριος
IDX:
10057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10058
Key:
δυσαίθριος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-αίθριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>αίθριος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of darkness</Indic><Tr>unclear, murky</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσαίθριος'}