Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύο
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάμηνος
δυοποιός
δυόωσι
δύπτω
δῡ́ρομαι
δῡ́ς
δυσ
δυσαγκόμιστος
δυσάγκριτος
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσάγων
δυσάδελφος
δυσᾱής
δυσᾱ́θλιος
δυσαιᾱνής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
View word page
δυσ-άγκριτος
δυσάγκριτοςονdial.adjἀνακρῑ́νω of troubleshard to gauge, inscrutableA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσάγκριτος
Headword (normalized):
δυσάγκριτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαγκριτος
IDX:
10049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10050
Key:
δυσάγκριτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-άγκριτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>άγκριτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>ἀνακρῑ́νω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of troubles</Indic><Tr>hard to gauge, inscrutable</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσάγκριτος'}