Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστορες
δυνάτᾱς
δυνατός
δῡ́νω
δύο
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάμηνος
δυοποιός
δυόωσι
δύπτω
δῡ́ρομαι
δῡ́ς
δυσ
δυσαγκόμιστος
δυσάγκριτος
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσάγων
View word page
δυο-ποιός
δυοποιόςόνadjποιέω math., of a kind of dyadgenerating a dualityArist.

ShortDef

making two

Debugging

Headword:
δυοποιός
Headword (normalized):
δυοποιός
Headword (normalized/stripped):
δυοποιος
IDX:
10042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10043
Key:
δυοποιός

Data

{'headword_display': '<b>δυο-ποιός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυο<hyph/>ποιός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>math., of a kind of dyad</Indic><Tr>generating a duality</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυοποιός'}