Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυναστείᾱ
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστορες
δυνάτᾱς
δυνατός
δῡ́νω
δύο
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάμηνος
δυοποιός
δυόωσι
δύπτω
δῡ́ρομαι
δῡ́ς
δυσ
δυσαγκόμιστος
δυσάγκριτος
δύσαγνος
View word page
δυο-καί-δεκα
δυοκαίδεκαindecl.num.adjδέκα two and tentwelveHom.

ShortDef

twelve

Debugging

Headword:
δυοκαίδεκα
Headword (normalized):
δυοκαίδεκα
Headword (normalized/stripped):
δυοκαιδεκα
IDX:
10040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10041
Key:
δυοκαίδεκα

Data

{'headword_display': '<b>δυο-καί-δεκα</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυο<hyph/>καί<hyph/>δεκα</HL><PS>indecl.num.adj</PS><Ety><Ref>δέκα</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>two and ten</Def><Tr>twelve</Tr><Au>Hom.<NBPlus/></Au></aS1></AE>', 'key': 'δυοκαίδεκα'}