Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύναμις
δύνασις
δυναστείᾱ
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστορες
δυνάτᾱς
δυνατός
δῡ́νω
δύο
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάμηνος
δυοποιός
δυόωσι
δύπτω
δῡ́ρομαι
δῡ́ς
δυσ
δυσαγκόμιστος
View word page
δῡ́νω
δῡ́νωvbseeδύω1

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δῡ́νω
Headword (normalized):
δῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
δυνω
IDX:
10038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10039
Key:
δῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>δῡ́νω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δῡ́νω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>δύω<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'δῡ́νω'}