Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύναμαι
δυναμικός
δύναμις
δύνασις
δυναστείᾱ
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστορες
δυνάτᾱς
δυνατός
δῡ́νω
δύο
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάμηνος
δυοποιός
δυόωσι
δύπτω
δῡ́ρομαι
δῡ́ς
View word page
δυνάτᾱς
δυνάτᾱςdial.mvoc.
δυνάτᾰ
ref. to a dead kingmaster, lordA.dub.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυνάτᾱς
Headword (normalized):
δυνάτᾱς
Headword (normalized/stripped):
δυνατας
IDX:
10036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10037
Key:
δυνάτᾱς

Data

{'headword_display': '<b>δυνάτᾱς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυνάτᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.m</PS><FG><Case><Lbl>voc.</Lbl><Form>δυνάτᾰ</Form></Case></FG></HG> <nS1><Indic>ref. to a dead king</Indic><Tr>master, lord</Tr><Au>A.<LblR>dub.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'δυνάτᾱς'}