Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυθμαί
δῡ́μεναι
δύναμαι
δυναμικός
δύναμις
δύνασις
δυναστείᾱ
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστορες
δυνάτᾱς
δυνατός
δῡ́νω
δύο
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάμηνος
δυοποιός
δυόωσι
δύπτω
View word page
δυναστικός
δυναστικόςή όνadjsuperl.
δυναστικώτατος
superl.of a form of oligarchymost narrow or autocraticArist.

ShortDef

arbitrary

Debugging

Headword:
δυναστικός
Headword (normalized):
δυναστικός
Headword (normalized/stripped):
δυναστικος
IDX:
10034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10035
Key:
δυναστικός

Data

{'headword_display': '<b>δυναστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυναστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><FG><Deg><Lbl>superl.</Lbl><Form>δυναστικώτατος</Form></Deg></FG></HG> <aS1><SGrm><GLbl>superl.</GLbl><Indic>of a form of oligarchy</Indic><Def>most narrow or autocratic</Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'δυναστικός'}