Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυηπαθίη
δυήπαθος
δῦθι
δυθμαί
δῡ́μεναι
δύναμαι
δυναμικός
δύναμις
δύνασις
δυναστείᾱ
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστορες
δυνάτᾱς
δυνατός
δῡ́νω
δύο
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάμηνος
View word page
δυναστευτικός
δυναστευτικόςή όνadjof oligarchy, election to office, a procedurenarrow, autocraticassociated with a family cliqueArist.

ShortDef

arbitrary

Debugging

Headword:
δυναστευτικός
Headword (normalized):
δυναστευτικός
Headword (normalized/stripped):
δυναστευτικος
IDX:
10031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10032
Key:
δυναστευτικός

Data

{'headword_display': '<b>δυναστευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυναστευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of oligarchy, election to office, a procedure</Indic><Tr>narrow, autocratic<or/>associated with a family clique</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυναστευτικός'}