Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύη
δυηπαθής
δυηπαθίη
δυήπαθος
δῦθι
δυθμαί
δῡ́μεναι
δύναμαι
δυναμικός
δύναμις
δύνασις
δυναστείᾱ
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστορες
δυνάτᾱς
δυνατός
δῡ́νω
δύο
View word page
δύνασις
δύνασιςεωςf powerof Zeus, persons, thingsLyr. S. E.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δύνασις
Headword (normalized):
δύνασις
Headword (normalized/stripped):
δυνασις
IDX:
10029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10030
Key:
δύνασις

Data

{'headword_display': '<b>δύνασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δύνασις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>power<Expl>of Zeus, persons, things</Expl></Tr><Au>Lyr. S. E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δύνασις'}