Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρῦς
δρυτόμος
δρύφακτος
δρυφακτόω
δυάς
δυάω
δυερός
δύη
δυηπαθής
δυηπαθίη
δυήπαθος
δῦθι
δυθμαί
δῡ́μεναι
δύναμαι
δυναμικός
δύναμις
δύνασις
δυναστείᾱ
δυναστευτικός
δυναστεύω
View word page
δυήπαθος
δυήπαθοςονadj of effortpainfulhHom.

ShortDef

much-suffering

Debugging

Headword:
δυήπαθος
Headword (normalized):
δυήπαθος
Headword (normalized/stripped):
δυηπαθος
IDX:
10022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10023
Key:
δυήπαθος

Data

{'headword_display': '<b>δυήπαθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυήπαθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of effort</Indic><Tr>painful</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυήπαθος'}